ταφήϊος

ταφήϊος
-ΐη, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. ταφεῑος*
2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» — σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταφήιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφήιον — ταφήιος of masc acc sg ταφήιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφήια — ταφήιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφιος — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Ιπποθόης την οποία ο θεός ακολούθησε στις Εχινάδες Νήσους. Ο Τ. εγκατέλειψε τις Μυκήνες, την πόλη που γεννήθηκε και αποίκησε το νησί Τάφο. Αργότερα γύρισε στην πατρίδα του και σκότωσε τους γιους του …   Dictionary of Greek

  • ταφείος — εία, ον, Α 1. ταφήϊος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταφεῑον ο τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. εῖος (πρβλ. οἰκ εῖος)] …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՐԵԶՄԱՆԱԿԱՆ — (ի աց.) NBH 1 0547 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. τάφιος, ταφήϊος sepulchralis, funebris, funeralis Որ ինչ անկ է գերեզմանի եւ թաղման կամ ասի ʼի վերայ գերեզմանի իբրեւ ճառ թաղման՝ ողբական եւ ներբողական. որ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”